βαρυταρβής

βαρυταρβής
βᾰρῠ-ταρβής, ές,
A terrifying,

εἰκών A.Fr.57.11

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βαρυταρβής — ( οῡς), ές (Α) εκείνος που προκαλεί μεγάλο φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + τάρβος «φόβος, τρόμος»] …   Dictionary of Greek

  • βαρυταρβής — terrifying masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”